Λοτζ

Λοτζ
(Lodz). Πόλη (786.526 κάτ. το 2001) της κεντρικής Πολωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικής περιφέρειας (βοϊβοδάτο Λ., 18.211 τ. χλμ., 2.647.763 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στην άνω λεκάνη του ποταμού Bάρτα, σε ένα άγονο αμμώδες υψίπεδο, 120 χλμ. ΝΔ της Βαρσοβίας. Στο σημείο όπου βρίσκεται, συγκλίνουν σημαντικές συγκοινωνιακές γραμμές, προερχόμενες από την πολωνική πρωτεύουσα, την Άνω Σιλεσία και τις λεκάνες του Βιστούλα και του Βάρτα. Η οικονομία της Λ. στηρίζεται στις βιομηχανίες υφαντουργίας και ειδών ένδυσης, αν και καταβάλλεται προσπάθεια ανάπτυξης και άλλων βιομηχανικών τομέων. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί συγκροτήματα μηχανουργίας, τροφίμων (ζυθοποιίας), χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων. Στην πόλη, η οποία αποτελεί και σιδηροδρομικό κόμβο, εδρεύει από το 1945 πανεπιστήμιο, ενώ λειτουργούν επίσης τρία μουσεία, ένα λυρικό θέατρο και άλλα πνευματικά ιδρύματα. Ιστορία. Η πόλη πιθανότατα ιδρύθηκε στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αι., παραχωρήθηκε στην Πρωσία το 1793 και στη Ρωσία το 1815, αλλά αποδόθηκε οριστικά στην Πολωνία το 1919. Στις αρχές του 19ου αι. η Λ. αριθμούσε μόλις λίγες εκατοντάδες κατοίκων, αλλά στα μέσα του επόμενου αιώνα, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν την εγκατάσταση υφαντουργείων στην περιοχή, ο πληθυσμός αυξήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η οικονομική, δημογραφική και πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης υπήρξε ασυνήθης, αφού μέσα σε διάστημα λίγων δεκαετιών εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο κέντρο βαμβακουργίας της Πολωνίας και η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό μετά τη Βαρσοβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Κισλόφσκι, Κριστόφ — (Krzysztof Κieslowski, Βαρσοβία 1941 – Λίμνη Μαζουρίας 1996). Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε στη φημισμένη κινηματογραφική σχολή του Λοτζ και ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ και την τηλεόραση (Η ουλή, 1976) προτού… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκόνι, Γκουλιέλμο Μαρκέζε — (Gulielmo Marchese Marconi, Μπολόνια 1874 – Ρώμη 1937). Ιταλός φυσικός, εφευρέτης της ασύρματης τηλεγραφίας. Παρότι δεν ακολούθησε κανονικές σπουδές, αφοσιώθηκε στις έρευνες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και έγινε δεκτός στο εργαστήριο φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Μάρλμπορο, Τζον Τσόρτσιλ, δούκας του- — (John Churchill duke of Marlborough, Μάσμπερι, Ντεβονσάιρ 1650 – Κράνμπερν Λοτζ, Γουίντσορ 1722). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός. Αρχικά ήταν οπαδός των Στιούαρτ και στη συνέχεια τέθηκε στο πλευρό του Γουλιέλμου της Οράγγης. Πολέμησε εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Πιλσούντσκι, Ιωσήφ — (1867 – 1935). Πολωνός στρατάρχης και πολιτικός. Φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Χάρκοβου, εξορίστηκε για μια πενταετία στη Σιβηρία. Αγωνίστηκε μετά την επιστροφή του (1892) στις τάξεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Πολωνίας, συνελήφθη όμως στο …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρένενκαμπφ, Πάβελ Κάρλοβιτς — (1854 – 1918). Ρώσος στρατηγός του ιππικού. Τελείωσε τη Στρατιωτική Σχολή του Έλσινκφορς (Ελσίνκι) και την Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου (1882). Το 1900, ως διοικητής ταξιαρχίας ιππικού, πήρε μέρος στην καταστολή της εξέγερσης των Μπόξερς στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”